κυανός
1κύανος — dark blue enamel masc nom sg κύανος dark blue enamel masc nom sg …
2κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …
3κυανός — ή ό και κυανούς, ή, ούν (AM κυανοῡς, ή, οῡν και κυάνεος, έα, ον) νεοελλ. 1. αυτός που έχει το χρώμα τού ουρανού, ουρανής, θαλασσής, γαλάζιος 2. το ουδ. ως ουσ. το κυανό ή κυανούν α) το χρώμα τού ουρανού, γαλάζιο β) χρωστική ουσία με βαθυγάλανο… …
4κυανός, -ή — ό γαλάζιος, ουρανής, θαλασσής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κυανώτερον — κύανος dark blue enamel adverbial comp κύανος dark blue enamel masc acc comp sg κύανος dark blue enamel neut nom/voc/acc comp sg …
6κυάνων — κύανος dark blue enamel fem gen pl κύανος dark blue enamel masc/neut gen pl κύανος dark blue enamel masc gen pl …
7κύανον — κύανος dark blue enamel masc acc sg κύανος dark blue enamel neut nom/voc/acc sg κύανος dark blue enamel masc acc sg …
8κυανώτατον — κύανος dark blue enamel masc acc superl sg κύανος dark blue enamel neut nom/voc/acc superl sg …
9κυάνοιο — κύανος dark blue enamel masc/neut gen sg (epic) κύανος dark blue enamel masc gen sg (epic) …
10κυάνου — κύανος dark blue enamel masc/neut gen sg κύανος dark blue enamel masc gen sg …