κυανοχαῖτα
1κυανοχαίτα — κυανοχαίτᾱ , κυανοχαίτης dark haired masc nom/voc/acc dual κυανοχαίτᾱ , κυανοχαίτης dark haired masc gen sg (doric aeolic) …
2κυανοχαῖτα — κυανοχαίτης dark haired masc voc sg κυανοχαίτης dark haired masc nom sg (epic) …
3κυανοχαίτης — κυανοχαίτης, ου, επικ. τ. και κυανοχαῑτα (Α) 1. (συν. ως επίθ. τού Ποσειδώνος) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («ὣς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο κυανοχαίτης τεῑχος ἐς ἀμφίχυτον Ἡρακλῆος θείοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για ίππο) αυτός που έχει μαύρη χαίτη 3. ως κύριο όν …