κτῠπ-έω
1πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ …
2deup- (: kteup-?) — deup (: kteup ?) English meaning: a kind of thudding sound, onomatopoeic words Deutsche Übersetzung: “dumpfer Schall, etwa as von einem Schlag”; Schallwurzel Material: Gk. Hom. δοῦπος “ dull noise, din; sound of the kicks “;… …