κτῆνος
1κτήνος, το — και χτήνος, το,1. ζώο. 2. ως βρισιά, ο άνθρωπος που δεν έχει κανένα ευγενικό κίνητρο, βάναυσος, αγροίκος: Φύγε να μη σε βλέπω, κτήνος! …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κτῆνος — flocks and herds neut nom/voc/acc sg …
3κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… …
4κτηνώδης — ες και κτηνώδικος, η, ο (AM κτηνώδης, ῶδες) 1. αυτός που μοιάζει με κτήνος στη μορφή ή στη συμπεριφορά («κτηνώδης φυσιογνωμία») 2. αυτός που αρμόζει σε κτήνος (α. «κτηνώδη ένστικτα» β. «κτηνώδης αἴσθησις», Φίλ.). επίρρ... κτηνωδώς (AM κτηνωδῶς)… …
5ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …
6κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής …
7κτήνει — κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut nom/voc/acc dual (attic epic) κτή̱νεϊ , κτῆνος flocks and herds neut dat sg (epic ionic) κτή̱νει , κτῆνος flocks and herds neut dat sg …
8ORYX — I. ORYX locus Arcadiae ad Ladonem fluv. Pansan. l. 8. II. ORYX unicorne animal, Aristoteli l. 2. c. 1. et Plinio l. 11. c. 46. quorum hic ponit in censu caprarum silvestrium, quas ut doceat in plurimas figuras transfigurari, postquam caprcas… …
9αποκτηνώνω — κ. χτηνώνω (Α ἀποκτηνῶ, όω) [κτήνος] μεταμορφώνω κάποιον σε κτήνος («τον αποχτήνωσε το πιοτό») …
10κτήνειος — κτήνειος, εία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κτήνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κατάλ. ειος (πρβλ. ανθρώπ ειος, κύκν ειος)] …