κτέαρ
1κτέαρ — κτέαρ, γεν. κτέατος, τὸ (Α) κτήμα, ιδιοκτησία («τίς γάρ σε πρίατο κτεάτεσσιν ἑοῑσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτέαρ < *κτηαρ, με βράχυνση φωνήεντος ( η > ε ) προ φωνήεντος ( α ), < *κτηFαρ < θ. κτη τού κτώμαι (πρβλ. ἐ κτή θην) + αρ,… …
2κτέαρ — neut nom/voc/acc sg …
3κτεάτεσι — κτέαρ neut dat pl …
4κτεάτεσιν — κτέαρ neut dat pl …
5κτεάτεσσι — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) …
6κτεάτεσσιν — κτέαρ neut dat pl (epic aeolic) …
7κτεάτων — κτέαρ neut gen pl …
8κτέασι — κτέαρ neut dat pl …
9κτέασιν — κτέαρ neut dat pl …
10κτέατα — κτέαρ neut nom/voc/acc pl …
Страницы
- 1
- 2