κτέαρ
11κτέατος — κτέαρ neut gen sg …
12κτέατ' — κτέατα , κτέαρ neut nom/voc/acc pl κτέατι , κτέαρ neut dat sg κτέατε , κτέαρ neut nom/voc/acc dual …
13Nectar — NECTAR, ăris, Gr. Νέκταρ, αρος, war der Trank der Götter, wie Ambrosia ihr Brodt. Ovid. ex Ponto l. I. El. 10. v. 11. Zuweilen war es auch umgekehrt, und Nektar wurde für das Brodt, Ambrosia sia aber für den Trank genommen. Athenæus l. II. c. 2.… …
14κτεατίζω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ. β. «αὖθις ἀπ ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, ατος (τὸ) + ίζω (πρβλ. κερματ ίζω, χρηματ ίζω)] …
15κτώμαι — άομαι (AM κτῶμαι, άομαι, Α ιων. τ. κτέομαι) 1. (ως μέσ.) παίρνω κάτι στην κατοχή μου, πορίζομαι, γίνομαι κύριος, αποκτώ (α. «κτήσεται δ ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν», Αισχύλ. β. «πολλάκις δοκεῑ τὸ φυλάξαι τ άγαθά τοῡ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι»,… …
16kÞē(i)-, kÞǝ(i)- (*ĝhðē(i)-) — kÞē(i) , kÞǝ(i) (*ĝhðē(i) ) English meaning: to acquire, possess Deutsche Übersetzung: “erwerben, Verfũgung and Gewalt worũber bekommen” Material: O.Ind. kṣáyati “besitzt, beherrscht” (*kÞǝi̯ éti) = Av. xšayati “hat power,… …
- 1
- 2