κτοῖνα

  • 1κτοίνα — και κτοῑνα, ἡ (Α) επιγρ. 1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. τής Ρόδου) υποδιαίρεση τής φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους τής Αττικής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναι χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».… …

    Dictionary of Greek

  • 2κτοῖναι — κτοῖνα a local division fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κτοινάτης — και κτοινέτης, ὁ (Α) [κτοίνα] επιγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κτοίνα*, μέλος τής κτοίνας …

    Dictionary of Greek

  • 4k̂Þei- —     k̂Þei     English meaning: to settle     Deutsche Übersetzung: ‘siedeln, sich ansiedeln, eine Niederlassung grũnden”     Material: O.Ind. kṣēti, kṣiyáti “ stays, dwells “, Av. šaēiti ds., O.Ind. kṣití , Av. šiti “ residence, settlement”,… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary

  • 5άκτοινος — ἄκτοινος, ον στη Μυκηναϊκή η λέξη απαντά σε πινακίδα στην Πύλο και σημαίνει αυτόν που δεν έχει κτοῑναν, δηλ. τμήμα γης (ονομαστική πληθυντικού στη Μυκηναϊκή a ko to no). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κτοῖνα] …

    Dictionary of Greek

  • 6τρίκτοινοι — οἱ, Α ονομασία μιας εταιρείας στη Ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κτοίνα, υποδιαίρεση τής φυλής, συνήθως στη Ρόδο, αντίστοιχη προς τους δήμους τής Αττικής] …

    Dictionary of Greek