-
1 аккомпанемент
аккомпанемент м η συνοδεία, το ακομπανιαμέντο под \аккомпанемент (гитары и т. л.) με τη συνοδεία (κιθάρας κτλ.)* * *мη συνοδεία, το ακομπανιαμέντοпод аккомпанеме́нт (гитары и т. п.) — με τη συνοδεία (κιθάρας κτλ.)
-
2 безопасность
безопасность ж в разн. знач. η ασφάλεια техника \безопасностьи τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.) коллективная \безопасность η συλλογική ασφάλεια* * *ж в разн. знач.η ασφάλειαте́хника безопа́сности — τα μέτρα προστασίας, τα ασφαλιστικά μέτρα (από ατυχήματα στα εργοστάσια κτλ.)
коллекти́вная безопа́сность — η συλλογική ασφάλεια
-
3 взнос
взнос м η συνδρομή, η πληρωμή; членский \взнос η συνδρομή (κομματική, συνδικάτου κτλ.) вступительный \взнос η συνδρομή εγγραφής* * *мη συνδρομή, η πληρωμήчле́нский взнос — η συνδρομή (κομματική, συνδικάτου κτλ.)
вступи́тельный взнос — η συνδρομή εγγραφής
-
4 высыпать
высыпать, высыпать χύνω (αλεύρη, ζάχαρη κτλ.)* * *I высып`атьχύνω (αλεύρη, ζάχαρη κτλ.)II вы`сыпать -
5 далее
далее παρακάτω, πιο πέρα, παραπέρα ◇ и так \далее (и т. д.) και τα λοιπά (κτλ.)* * *παρακάτω, πιο πέρα, παραπέρα••и так да́лее (и т. д.) — και τα λοιπά (κτλ.)
-
6 и т. д.
-
7 кулебяка
-
8 пересадка
пересадка ж 1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)· сделать \пересадка у αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) 2) мед. η μεταμόσχευση* * *ж1) η αλλαγή (μεταφορικού μέσου)сде́лать переса́дку — αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.)
2) мед. η μεταμόσχευση -
9 пересесть
пересесть 1) αλλάζω θέση 2) (на транспорте) αλλάζω ( τρένο, πλοίο κτλ.)* * *1) αλλάζω θέση2) ( на транспорте) αλλάζω (τρένο, πλοίο κτλ.) -
10 по-своему
по-своему κατά τη γνώμη μου (σου, του, κτλ.) (о мнении)· делай \по-своему κάνε όπως θέλεις* * *κατά τη γνώμη μου (σου, του, κτλ.) ( о мнении)де́лай по-сво́ему— κάνε όπως θέλεις
-
11 подобный
подобный παρόμοιος, ανάλογος* в \подобныйых случаях σε παρόμοιες περιστάσεις ◇ ничего \подобныйого! κάθε άλλο!· и тому \подобныйое (и т. п.) και τα λοιπά (κτλ.)* * *παρόμοιος, ανάλογοςв подо́бных слу́чаях — σε παρόμοιες περιστάσεις
••ничего́ подо́бного! — κάθε άλλο!
и тому́ подо́бное (и т. п.) — και τα λοιπά (κτλ.)
-
12 сам
сам (сама, само, сами) о ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)· я \сам видел το είδα ο ίδιος; он \сам это сказал о ίδιος το είπε· она и \сама это знает το ξέρει η ίδια; они \сами придут θα ρθουν μόνοι τους ◇ само собой разумеется είναι αυτονόητο* * *(сама, само, сами)ο ίδιος, μόνος μου (σου, του, κτλ.)я сам ви́дел — το είδα ο ίδιος
он сам э́то сказа́л — ο ίδιος το είπε
она́ и сама́ э́то зна́ет — το ξέρει η ίδια
они́ сами приду́т — θα ρθουν μόνοι τους
••само́ собо́й разуме́ется — είναι αυτονόητο
-
13 свой
I свой мн. от свой II свой (своя, своё, свой) δικός μου (σου, του, κτλ.)· он потерял свою книгу έχασε το βιβλίο του ◇ он сам не \свой έχει χάσει τα νερά του* * *(своя, своё, свои)δικός μου (σου, του, κτλ.)он потеря́л свою́ кни́гу — έχασε το βιβλίο του
••он сам не свой — έχει χάσει τα νερά του
-
14 себя
себя (себе. собой, собою, о себе) τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.) ◇ владеть собой αυτοκυριαρχώ; подумать про \себя σκέφτομαι μέσα μου; прийти в \себя συνέρχομαι; вне \себя έξω φρενών* * *(себе, собой, собою, о себе)τον εαυτό μου (σου, του, κτλ.)••владе́ть собо́й — αυτοκυριαρχώ
поду́мать про себя́ — σκέφτομαι μέσα μου
прийти́ в себя́ — συνέρχομαι
вне себя́ — έξω φρενών
-
15 собственный
-
16 ягода
ягода ж о καρπός (σμέουро, χαμοκέρασο, κτλ.)· η ρώγα (винограда)* * *жο καρπός (σμέουρο, χαμοκέρασο, κτλ.); η ρώγα ( винограда) -
17 высадить
высадить, высаживать 1) αποβιβάζω· \высадить на берег ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση 2) (растение) ( μεταφυτεύω \высадиться αποβιβάζομαι· κατεβαίνω ( από τρένο, αυτοκίνητο κτλ.)* * *= высаживать1) αποβιβάζωвы́садить на бе́рег — ξεμπαρκάρω, κάνω αποβίβαση
2) ( растение) (μετα)φυτεύω -
18 высадиться
αποβιβάζομαι; κατεβαίνω (από τρένο, αυτοκίνητο κτλ.)
См. также в других словарях:
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλούμαι — 1 καλέστηκα, καλεσμένος βλ. πίν. 78 2 κλήθηκα βλ. πίν. 163 Σημειώσεις: καλούμαι : οι τύποι καλέστηκα (να καλεστώ κτλ.) και καλεσμένος χρησιμοποιούνται κυρίως με την έννοια → προσκαλούμαι, ενώ οι τύποι κλήθηκα (να κληθώ κτλ.) με την έννοια → μου… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληρούμαι — βλ. πίν. 130 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πληρώ, πληρούμαι : το πληρώ έχει την έννοια → ανταποκρίνομαι (σε όρους, προϋποθέσεις κτλ.). Το πληρούμαι χρησιμοποιείται κυρίως στο γ πρόσωπο για να δηλώσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πληρώ — βλ. πίν. 197 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) Σημειώσεις: πληρώ, πληρούμαι : το πληρώ έχει την έννοια → ανταποκρίνομαι (σε όρους, προϋποθέσεις κτλ.). Το πληρούμαι χρησιμοποιείται κυρίως στο γ πρόσωπο για να δηλώσει ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι όροι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
(μ)πάγκος — ο (λ. ιταλ.) 1. κάθισμα σε δημόσιους χώρους (πλατείες, πάρκα κτλ.), παγκάκι. 2. μακρύ έπιπλο με συρτάρια σε καφενεία κτλ., όπου μπορεί να πιει κανείς κάτι όρθιος: Ήπια βιαστικά έναν καφέ στον (μ)πάγκο. 3. μεγάλο τραπέζι όπου δουλεύουν οι τεχνίτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αριθμός — ο 1. νούμερο, πλήθος από ομοειδείς μονάδες και το ποσό που προκύπτει από τη μέτρησή τους: «τρεις άνθρωποι», «πέντε κιλά» κτλ. 2. το σύμβολο με το οποίο παρασταίνεται το πλήθος των μονάδων: Το 1, 2, 3, 4 κτλ. είναι αριθμοί. 3. το είδος των μονάδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφεντιά — η η ιδιότητα του αφέντη· συνήθως με τους μονοσύλλαβους τύπους (μου, σου, του κτλ.) της προσωπικής αντωνυμίας αποτελεί περίφραση αντί του εγώ, εσύ κτλ.: «Η αφεντιά του», αντί αυτός· «η αφεντιά σας», αντί εσείς κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)