κτηματικός
1κτηματικός — και χτηματικός, ή, ό (AM κτηματικός, ή, όν) [κτήμα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κτήμα, δηλαδή σε αγροτική έκταση ή έπαυλη («κτηματική περιουσία») νεοελλ. φρ. «Κτηματική Τράπεζα» τράπεζα που χορηγεί πιστώσεις με υποθήκη ακίνητα κτήματα αρχ.… …
2κτηματικῶν — κτηματικός possessed of wealth fem gen pl κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen pl …
3κτηματικοῖς — κτηματικός possessed of wealth masc/neut dat pl …
4κτηματικοί — κτηματικός possessed of wealth masc nom/voc pl …
5κτηματικοῦ — κτηματικός possessed of wealth masc/neut gen sg …
6κτηματικούς — κτηματικός possessed of wealth masc acc pl …
7κτηματικῶς — κτηματικός possessed of wealth adverbial …
8εισφορά — η (AM εἰσφορά) συμβολή σε μια δαπάνη ή έργο, έρανος αρχ. 1. συγκομιδή 2. (για λέξη) εισαγωγή 3. εισήγηση, πρόταση 4. πληρωμή (ιδίως φόρων) 5. αναγκαστικός κτηματικός φόρος που επιβαλλόταν με ψήφισμα τής εκκλησίας τού δήμου σε πολίτες ή μετοίκους… …