κτημάτιον
1κτημάτιον — κτημάτιον, τὸ (Α) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιoν] …
2κτημάτιον — neut nom/voc/acc sg …
3κτηματίοις — κτημάτιον neut dat pl …
1κτημάτιον — κτημάτιον, τὸ (Α) κτηματάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, ατος + υποκορ. κατάλ. ιoν] …
2κτημάτιον — neut nom/voc/acc sg …
3κτηματίοις — κτημάτιον neut dat pl …