κτεῖναι

  • 1κτείναι — κτείναῑ , κτείνω kill aor opt act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κτεῖναι — κτείνω kill aor imperat mid 2nd sg κτείνω kill aor inf act …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3κτεῖν' — κτεῖνε , κτείνω kill pres imperat act 2nd sg κτεῖναι , κτείνω kill aor imperat mid 2nd sg κτεῖναι , κτείνω kill aor inf act κτεῖνα , κτείνω kill aor ind act 1st sg (homeric ionic) κτεῖνε , κτείνω kill aor ind act 3rd sg (homeric ionic) κτεῖνε ,… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4εξαπαφίσκω — ἐξαπαφίσκω (Α) (επικ. τ. τού ἐξαπατῶ) εξαπατώ («αἴ κεν σ ἐξαπάφω, κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ» αν τυχόν σέ ξεγελάσω, να μέ σκοτώσεις με τον πιο άθλιο θάνατο, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + *αφ αφίσκω τ. με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό >απ αφίσκω με… …

    Dictionary of Greek

  • 5πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …

    Dictionary of Greek

  • 6όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για …

    Dictionary of Greek