κτενωτός
1κτενωτός — ή, ό (Α κτενωτός, ή, όν) 1. (για μάλλινα υφάσματα) λαναρισμένος, ξασμένος, κατεργασμένος, υφασμένος 2. χτενιστός, χτενισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτείς, κτενός + κατάλ. ωτός (πρβλ. δαντελ ωτός, κλιμακ ωτός)] …
2κτενωτή — κτενωτός scalloped fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3κτενωτήν — κτενωτός scalloped fem acc sg (attic epic ionic) …
4κτεις — ο (AM κτείς, ενός) θαλάσσιο οστρακόδερμο, το χτένι («ἂν δ οἷον οἱ κτένες κρεῶδες ἔχωσι τὸ πρὸς τῷ μυκτῆρι», Αριστοτ.) αρχ. 1. όργανο με το οποίο διευθετούνται, ευτρεπίζονται τα μαλλιά, χτένι 2. εξάρτημα τού αργαλειού από το οποίο διέρχονται οι… …