κτανέοντα

  • 1κτανέοντα — κρύπτω hide pres part act masc acc sg κτείνω kill fut part act neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) κτείνω kill fut part act masc acc sg (epic doric ionic aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ξυνός — ξυνός, ή, όν (Α) (επικ. και ιων. τ.) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει από κοινού σε όλους, δημόσιος, καθολικός, κοινός («γαῑα δ ἔτι ξυνὴ πάντων», Ομ. Ιλ.) 2. (για τον Αρη, τον Ενυάλιο, τον Απόλλωνα, τον Διόνυσο) αμερόληπτος, αδέκαστος, αυτός που δεν …

    Dictionary of Greek