κτήνη
1κτήνη — κτή̱νη , κτῆνος flocks and herds neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κτή̱νη , κτῆνος flocks and herds neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …
2ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …
3Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …
4Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… …
5αλογούμαι — ἀλογοῦμαι ( έομαι) (Α) [ἄλογος] γίνομαι παράλογος, ομοιώνομαι με τα κτήνη …
6αροτριώ — ἀροτριῶ ( άω και όω) (AM) οργώνω, σκάβω τη γη με άροτρο (η μτχ. τὰ ἀροτριῶντα, ως ουσ. με παράλειψη της λ. κτήνη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άροτρον. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αροτρίασις. ΣΥΝΘ. συναροτριώ αρχ. εξαροτριώ αρχ. μσν. προαροτριώ] …
7ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …
8ιππονομή — η στρ. 1. η ανά εικοσιτετράωρο μερίδα τροφής που παρέχεται στα κτήνη τού στρατού 2. το σύνολο τών τροφών που αγοράζονται για τους ίππους τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νομή (< νέμω)] …
9κακότροπος — η, ο (ΑΜ κακότροπος, ον) αυτός που έχει κακούς τρόπους, ανάγωγος, δύστροπος, στρυφνός, μοχθηρός, βάναυσος μσν. 1. κακοποιός 2. άξεστος, αγροίκος 3. κακόβουλος, επίβουλος, ύπουλος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακότροπον κακή διάθεση, δυστροπία μσν. αρχ.… …
10κατοχεύω — (Α) 1. βάζω τα ζώα να βατευθούν («τὰ κτήνη σου οὐ κατοχεύσεις ἑτεροζύγω», ΠΔ) 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατοχεύει πηδᾷ, ἐπικάθηται» 3. (αρσ. μτχ. παθ. παρακμ.) κατωχευμένος (για φυτά) γονιμοποιημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀχεύω «βατεύω»] …