κτήνη

  • 21πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… …

    Dictionary of Greek

  • 22πολύκτηνος — ον, ΜΑ αυτός που έχει πολλά κτήνη, μεγάλα κοπάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτῆνος, τὸ] …

    Dictionary of Greek

  • 23σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… …

    Dictionary of Greek

  • 24χιλός — και χειλός, ό, και κατά τον Ησύχ. χιλόν, τὸ, Α 1. χλωρή τροφή για υποζύγια («τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο», Ξεν.) 2. νομή, βοσκή 3. (σε συνεκφορά με το ξηρός) σανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. με τα: τσεχ. žir «θρέψη,… …

    Dictionary of Greek