κτήνη

  • 11κελεβρά — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λεπτά και νεκρά κτήνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κενέβρετα, τὰ «πτώματα, ψοφίμια»] …

    Dictionary of Greek

  • 12κεραΐζω — (ΑΜ) φονεύω, κατασφάζω (α. «τὰ κτήνη...κεραΐσαι τοῑς ξίφεσι», Σαθ. β. «Τρῶας κεράϊζε καὶ ἄλλους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. λεηλατώ, καταστρέφω, ερημώνω (α. «σταθμοὺς ἀνθρώπων κεραΐζετον», Ομ. Ιλ. β. «εὐνὰς θανάτοις κεραϊζομένας», Ευρ.) 2. (σχετικά με… …

    Dictionary of Greek

  • 13κλεισιάδα — και κλισιάδα, η (AM κλεισιάς και κλισιάς, άδος) [κλεισία] νεοελλ. 1. το θυρόφυλλο ή το παραθυρόφυλλο 2. είδος φράγματος τών ιχθυοτροφείων 3. ναυτ. α) θυρόπλοιο* β) ορθογώνιο κάλυμμα από σανίδες που κλείνει τη θυρίδα πλοίου, το μονόφυλλο πορτέλο… …

    Dictionary of Greek

  • 14κτήνος — και χτήνος, το (AM κτῆνος, Μ και κτῆνο[ν] και κτηνό[ν] και χθηνόν και χτῆνο και χτηνόν) ζώο κατοικίδιο, ζώο γαλακτοφόρο ή φορτηγό (α. «οὐδὲν ἦν λαμβάνειν εἰ μὴ ὗς ἢ βοῡς ἢ ἄλλο τι κτῆνος τὸ πῡρ διαπεφευγός», Ξεν. β. «ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ… …

    Dictionary of Greek

  • 15κτηνοκτόνος — κτηνοκτόνος, ον (Μ) αυτός που φονεύει κτήνη, ζωοκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + κτόνος* (< κτείνω)] …

    Dictionary of Greek

  • 16κτηνολάτρης — κτηνολάτρης, ὁ (Μ) αυτός που λατρεύει τα κτήνη ως θεούς, ζωολάτρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + λάτρης (< λάτρον), πρβλ. ανθρωπο λάτρης, ειδωλο λάτρης] …

    Dictionary of Greek

  • 17κτηνοστάσιο — το (AM κτηνοστάσιον) τόπος όπου ζουν κτήνη, στάβλος, μάντρα ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + στάσιο(ν)*, πρβλ. εικονο στά σιο, εργο στά σιο] …

    Dictionary of Greek

  • 18κτηνόθυτος — κτηνόθυτος, ον (Α) (για θυσία) αυτή στην οποία θυσιάζονται κτήνη ή κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + θυτος (< θύω), πρβλ. θεό θυτος, ιερό θυτος] …

    Dictionary of Greek

  • 19μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …

    Dictionary of Greek

  • 20ονικός — ή, ό (ΑΜ ὀνικός, ή, όν)[όνος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο 2. φρ. «ονικά κτήνη» οι όνοι μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνικά οι όνοι …

    Dictionary of Greek