κρῠφός
1κρυφός — κρυφός, ή, ό και κρυφτός, ή, ό επίρρ. ά 1. αφανής, κρυφός: Τα παιδιά τότε πήγαιναν στο κρυφό σκολειό. 2. μυστικός: Είχαν κρυφή αγάπη. 3. εχέμυθος, αυτός που δε λέει τα συναισθήματά του στους άλλους: Είναι κρυφός άνθρωπος. 4. το ουδ. κρυφό ως ουσ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κρύφος — ή κρυφός, ὁ (Α) 1. σκοτεινότητα, αμαύρωση («τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρύφον [δ. γρφ. κρυφόν] τιθέμεν ἐσθλῶν καλοῑς ἔργοις», Πίνδ.) 2. κρυψώνας, κρησφύγετο («καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραήλ ἐν κρύφοις, ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αυτών», ΠΔ) 3. κρυφή δίοδος, κρυφή… …
3κρυφός — a cloud masc nom sg …
4κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… …
5κρυφοῖς — κρυφός a cloud masc dat pl …
6κρυφῶν — κρυφός a cloud masc gen pl …
7κρυφῷ — κρυφός a cloud masc dat sg …
8κρυφόν — κρυφός a cloud masc acc sg …
9επίκρυφος — ἐπίκρυφος, ον (Α) 1. κρυφός 2. άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)] …
10καημός — και καϋμός, ο 1. το αποτέλεσμα τού καίω, κάψιμο 2. ισχυρό συναίσθημα λύπης, θλίψη, στενοχώρια 3. ζωηρή επιθυμία, πόθος ασυγκράτητος 4. πόνος από έρωτα 5. στον πληθ. οι καημοί τα βάσανα 6. φρ. α) «τό χω καημό» επιθυμώ β) «κρυφός καημός» κρυφός… …