κρῐσις

  • 91υπέρκρισις — ίσεως, ἡ, Α [κρίσις] κρίσιμη κατάσταση …

    Dictionary of Greek

  • 92φυλακρισία — ἡ, Α έλεγχος τής εγγραφής μέλους στους καταλόγους τής φυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλή + κρίσις] …

    Dictionary of Greek

  • 93Επτάνησα ή Επτάνησος — Ιστορική και γεωγραφική νησιωτική περιοχή (2.307 τ. χλμ., 212.984 κάτ.) που εκτείνεται κατά μήκος των δυτικών παραλίων της Ελλάδας μέχρι τη νότια Πελοπόννησο. Περιλαμβάνει από τα Β προς τα Ν τα νησιά Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά,… …

    Dictionary of Greek

  • 94Κορομηλάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων που έδρασαν μετά την απελευθέρωση. 1. Ανδρέας (1811 – 1858). Αγωνιστής του 1821 και εκδότης. Ήταν γιος του Χατζή Λάμπρου Κόσκορη (βλ. 3.). Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έλαβε μέρος στη μάχη του… …

    Dictionary of Greek

  • 95Μάλαινος, Μιλτιάδης — (Άγιος Βλάσιος, Τριχωνίδα 1887 – Αθήνα 1959). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Στο διάστημα 1915 45 εργάστηκε ως συντάκτης και αρθρογράφος σε αθηναϊκές εφημερίδες: Ακρόπολις, Αθηναϊκή, Βραδυνή, Καθημερινή, Νέα Εποχή, Νέοι Χρόνοι κ.ά. Εξάσκησε το… …

    Dictionary of Greek

  • 96Πυρομάγλου, Κομνηνός — (1899 – 1980). Έλληνας φιλόλογος, αγωνιστής της Αντίστασης και πολιτικός που καταγόταν από τη Λήμνο. Το 1938 εξορίστηκε στη Σίκινο εξαιτίας των αγώνων του εναντίον της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου. Χρημάτισε πρόεδρος του Ενιαίου Αντιδικτατορικού …

    Dictionary of Greek

  • 97Diakrise — Dia|kri̱se [aus gr. διαϰρισις = Trennung; Entscheidung; Beurteilung] w; , n: 1) = Differentialdiagnose. 2) entscheidende Krise einer Krankheit …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 98Epikrise — Epi|kri̱se [aus gr. ἐπιϰρισις = Beurteilung, Entscheidung] w; , n: zusammenfassende kritische Analyse eines abgeschlossenen Krankheitsfalles seitens des Arztes …

    Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

  • 99ԴԱՏ — (ի, ից.) NBH 1 0599 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. պ. տատ. κρίσις judicium որ եւ Դատաստան, Դատումն, Դատողութիւն. Հանդիսական քննութիւն իրաւանց. վէճ եւ խնդիր յատենի. վճիռ արդարութեան:… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 100ԴԱՏԱՍՏԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0600 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 12c, 13c գ. κρίσις, κρίμα judicium որ եւ ԴԱՏ. Դատումն. քննութիւն իրաւանց. իրաւունք. կշռութիւն. վճիռ. դատակնիք. եւ Դատապարտութիւն. ... *Որ դատիս զամենայն երկիր, մի՛ արասցես զայն… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)