κρῆναι κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων

  • 1νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… …

    Dictionary of Greek