κρᾶτα
1Κράτα — Κράτᾱ , Κράτης neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) Κράτᾱ , Κράτης masc nom/voc/acc dual Κράτης masc voc sg Κράτᾱ , Κράτης masc gen sg (doric aeolic) Κράτης masc nom sg (epic) …
2κράτα — κρᾱτα, τὸ (α) (άλλος τ. τού κράς [Ι]) το κεφάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. τής λ. βλ. λ. κάρα (Ι)] …
3κράτα — κράτᾱ , κράτος strength neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …
4κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl …
5κρᾶθ' — κρᾶτα , κράς head fem acc sg κρᾶτα , κράς head neut nom/voc/acc pl κρᾶτε , κράς head fem nom/voc/acc dual …
6κρᾶτ' — κρᾶτα , κράς head fem acc sg κρᾶτα , κράς head neut nom/voc/acc pl κρᾶτε , κράς head fem nom/voc/acc dual …
7Κράτας — Κράτᾱς , Κράτης masc acc pl Κράτᾱς , Κράτης masc nom sg (epic doric aeolic) …
8Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …
9κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …
10Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …