κρᾶτα

  • 91διαφήμιση — Κάθε ενέργεια η οποία αποβλέπει στη διάδοση πληροφοριών για εμπορικούς σκοπούς. H δ. είναι μια μορφή της γενικότερης δραστηριότητας που αναλαμβάνει τη διάδοση πληροφοριών, οι οποίες απευθύνονται σε μια ομάδα ανθρώπων με σκοπό να επηρεάσουν τη… …

    Dictionary of Greek

  • 92δισκοφόρος — ο (AM δισκοφόρος, ον) αυτός που κρατά ή περιφέρει δίσκο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δισκοφόρα 1. οι δισκομέδουσες 2. βδελλοειδείς δακτυλιοσκώληκες 3. οποιοδήποτε ζώο έχει δισκοειδείς σικύες, βεντούζες για να προσκολλάται σε δέντρα, βράχους …

    Dictionary of Greek

  • 93δολιχάορος — δολιχάορος, ον (Α) αυτός που κρατά μακρύ ξίφος …

    Dictionary of Greek

  • 94δορυφόρος — I (Αστρον.). Κάθε ουράνιο σώμα που περιφέρεται γύρω από έναν πλανήτη και υπακούει στους ίδιους νόμους της ουράνιας μηχανικής που ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών. Τους νόμους αυτούς προσδιόρισε o Γερμανός αστρονόμος Γιοχάνες Κέπλερ. Εξαιτίας… …

    Dictionary of Greek

  • 95δρεπανηφόρος — α, ο (AM δρεπανηφόρος, ον) αυτός που έχει ή που κρατά δρεπάνι αρχ. «ἅρμα δρεπανηφόρον» άρμα που είναι εφοδιασμένο και από τις δύο πλευρές με δρεπάνια για να τραυματίζει τους εχθρούς …

    Dictionary of Greek

  • 96δόλων — ο (AM δόλων) μαχαίρι κρυμμένο μέσα σε ράβδο, στιλέτο, στόκος νεοελλ. ναυτ. συνήθως στον πληθ. οι δόλωνες τα δεύτερα τετράγωνα ιστία πάνω από το κατάστρωμα τών μεγάλων ιστιοφόρων που στερεώνονται σε εγκάρσιες κεραίες, γάμπιες αρχ. μσν. πρωραίο… …

    Dictionary of Greek

  • 97δύσορμος — δύσορμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άσχημους όρμους, αραξοβόλια («νῆσός ἐστι... δύσορμος ναυσίν», Αισχ.) 2. (για άνεμο) αυτός που κρατά πλοία στο λιμάνι, εμποδίζει την είσοδο ή την έξοδο 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσορμα πετρώδη και δύσβατα… …

    Dictionary of Greek

  • 98εκκυβιστώ — ( άω) (Α ἐκκυβιστῶ) νεοελλ. επανέρχομαι από την κυβίστηση στην όρθια στάση αρχ. 1. πέφτω κατακέφαλα («δίφρων ἐς κρᾱτα πρὸς γῆν ἐκκυβιστώντων βίᾳ», Ευρ. Ικ.) 2. (για χορευτές) κάνω τούμπες προς τα πίσω …

    Dictionary of Greek

  • 99ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… …

    Dictionary of Greek

  • 100εμπόδισμα — και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα) εμπόδιση μσν. 1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή 2. φυσικό ελάττωμα 3. άρνηση …

    Dictionary of Greek