κρᾶτα

  • 71αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …

    Dictionary of Greek

  • 72αλύτης — I (alytes). Γένος ανούρων αμφιβίων της οικογένειας των δισκογλωσσιδών. Ζουν συνήθως στη δυτική και την κεντρική Ευρώπη, σε υγρές τοποθεσίες, μέσα σε τρύπες που ανοίγουν στο έδαφος. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 εκ., ενώ το χρώμα τους… …

    Dictionary of Greek

  • 73ανθοφορία — η (Μ ἀνθοφορία) η άνθηση φυτού ή γενικά των φυτών, το να παράγουν άνθη νεοελλ. 1. η εποχή της άνθησης 2. το να κρατά κάποιος άνθη για μια τελετή …

    Dictionary of Greek

  • 74ανορθοπεριπατητικός — ἀνορθοπεριπατητικός, ή, ό (Μ) αυτός που περπατά όρθιος, που κρατά το σώμα του όρθιο κατά το βάδισμα …

    Dictionary of Greek

  • 75αντίχρηση — (γαλλ. antichrèse, ιταλ. anticresi).Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. ήταν η συμφωνία κατά την οποία ο ενυπόθηκος ή ενεχυρούχος δανειστής έπαιρνε αντί των τόκων τους καρπούς του πράγματος· ο θεσμός επέζησε σε διάφορα νεότερα δίκαια (Γαλλία,… …

    Dictionary of Greek

  • 76αποθησαύριση — Το οικονομικό φαινόμενο της εκούσιας άρνησης εκείνου που έχει χρήμα να το χρησιμοποιήσει για καταναλωτικούς σκοπούς ή για επενδύσεις. Πολύ διαδεδομένη κάποτε, ειδικά στις λιγότερο εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις, η α. τείνει σήμερα να περιοριστεί… …

    Dictionary of Greek

  • 77ασίδηρος — η, ο (Α ἀσίδηρος, ον) αυτός που δεν περιέχει σίδηρο αρχ. 1. αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος με σίδηρο ή από σίδερο 2. εκείνος που δεν κρατά (σιδερένιο) σπαθί, ο άοπλος …

    Dictionary of Greek

  • 78ασκίπων — ἀσκίπων ( ονος), ο (Α) αυτός που δεν κρατά «σκίπονα», μπαστούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σκίπων, ο «ράβδος, μπαστούνι»] …

    Dictionary of Greek

  • 79ασκοφόρος — ἀσκοφόρος, ον (Α) αυτός που κρατά ασκί με κρασί σε γιορτή του Βάκχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασκός + φόρος < φέρω) …

    Dictionary of Greek

  • 80αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek