κρᾶτα

  • 51Αλεξάνδρα — I Θεά της Λακωνίας, η οποία λατρευόταν στις Αμύκλες και στα Λεύκτρα, όπου υπήρχαν ιερά της. Την παρίσταναν να κρατά λύρα. Αργότερα ταυτίστηκε με την Κασσάνδρα, κόρη του Πρίαμου και δούλα του βασιλιά Αγαμέμνονα. II Περίφημη ζωγράφος των… …

    Dictionary of Greek

  • 52Επιταλάριος — Ἐπιταλάριος, ἡ (Α) (επίθ. τής Αφροδίτης) που κρατά τάλαρον*, μικρό καλάθι, κάνιστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τάλαρος «καλάθι»] …

    Dictionary of Greek

  • 53Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 54Φαύνος — Ρωμαϊκός θεός του δάσους (λεγόταν και Σιλουανός από το λατινικό silva = δάσος), προστάτης κυρίως των βοσκών, όμοιος με τον ελληνικό Πάνα. Μια σπουδαία ρωμαϊκή γιορτή, τα Λουπερκάλια, γινόταν προς τιμή του. Ο Φ. εικονίζεται γενειοφόρος, να κρατά… …

    Dictionary of Greek

  • 55άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …

    Dictionary of Greek

  • 56άιξ — (Αστρον.). Ο αστέρας α Ηνίοχου. Είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστρικού αυτού σχηματισμού και ένας από τους λαμπρότερους σε όλο τον ουρανό. Η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι το αστρικό αυτό συγκρότημα απεικονίζει στον ουρανό έναν άντρα… …

    Dictionary of Greek

  • 57άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… …

    Dictionary of Greek

  • 58άνθεξις — ἄνθεξις, η (Α) [αντέχω] 1. το να κρατά γερά ο ένας τον άλλο 2. περίπτυξη, αγκάλιασμα …

    Dictionary of Greek

  • 59άνοπλος — ἄνοπλος, ον (Α) 1. άοπλος, ο δίχως όπλα, οπλισμό 2. το ουδ. ως ουσ.. το άοπλον (σε αντίθεση με το οπλιτικόν) οι πολίτες στους οποίους δεν δίνονται όπλα, οι μη μάχιμοι* 3. (για τους Πέρσες) αυτός που δεν κρατά μεγάλη ασπίδα 4. (για πλοίο) το χωρίς …

    Dictionary of Greek

  • 60έχερη — και όχερη, η το μέρος τού αρότρου που κρατά ο γεωργός για να κατευθύνει το ζευγάρι, η εχέτλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + χέρι (< χέρι ον, υποκορ. τού αρχ. χειρ, χειρός)] …

    Dictionary of Greek