κρᾰτερό-χειρ
1λαϊνόχειρ — λαϊνόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, κρατερό χειρ] …
1λαϊνόχειρ — λαϊνόχειρ, ειρος, ὁ, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σκληρόχειρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < λάϊνος «πέτρινος» + χείρ (πρβλ. αριστερό χειρ, κρατερό χειρ] …