κρᾰτερός
1Κρατερός — strong masc nom sg …
2κρατερός — strong masc nom sg …
3κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… …
4κρατερός — ή, ό επίρρ. ά 1. ισχυρός, δυνατός, κραταιός. 2. βίαιος, λυσσαλέος, άγριος: Έγινε μάχη κρατερή …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κρατερά — κρατερός strong neut nom/voc/acc pl κρατερά̱ , κρατερός strong fem nom/voc/acc dual κρατερά̱ , κρατερός strong fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
6κρατερώτερον — κρατερός strong adverbial comp κρατερός strong masc acc comp sg κρατερός strong neut nom/voc/acc comp sg …
7κρατερῶν — κρατερός strong fem gen pl κρατερός strong masc/neut gen pl …
8κρατερόν — κρατερός strong masc acc sg κρατερός strong neut nom/voc/acc sg …
9κρατερώτατα — κρατερός strong adverbial superl κρατερός strong neut nom/voc/acc superl pl …
10κρατερώτατον — κρατερός strong masc acc superl sg κρατερός strong neut nom/voc/acc superl sg …