κρᾰταί-λεως

  • 1λεώδης — (I) λεώδης, ῶδες (Α) [λεώς] δημώδης, κοινός. (II) λεώδης, ῶδες (Α) αυτός που λιθοβολείται, λιθόβλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λέως (< λᾶας «λίθος»), πρβλ. κραταί λεως] …

    Dictionary of Greek

  • 2λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …

    Dictionary of Greek

  • 3κραταίλεως — κραταίλεως, ων (Α) (για τόπο) αυτός που αποτελείται από σκληρούς λίθους, βραχώδης, πετρώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + λεως (< λᾶας «λίθος»)] …

    Dictionary of Greek