κρύφιμος
1κρύφιμος — κρύφιμος, ον (Α) πάπ. κρυφός, απόκρυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω (πρβλ. κέ κρυφ α) + κατάλ. ιμος (πρβλ. μάχιμος, τρόφ ιμος)] …
2κρύφιμος — masc/fem nom sg …
3κρυφιμώτερον — κρύφιμος masc acc comp sg κρύφιμος neut nom/voc/acc comp sg κρύφιμος adverbial …
4κρυφίμοισιν — κρύφιμος masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
5κρυφίμων — κρύφιμος masc/fem/neut gen pl …
6κρύφιμα — κρύφιμος neut nom/voc/acc pl …
7κρύφιμ' — κρύφιμα , κρύφιμος neut nom/voc/acc pl κρύφιμε , κρύφιμος masc/fem voc sg …
8κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …