κρίνον

  • 31VIOLA — inter flores tertium, post rosam nempe liliumque, iuxta Plinium, l. 21. c. 26. in vernis floribus coronariis primum locum, teste Paschaliô, obtinet, utpote veris praenuntia, quam ob causam Graeci ἴον dixêre, παρὰ τὸ ἀνιέναι ταχὺ, quod statim… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 32εξανθώ — και εξανθίζω (AM ἐξανθῶ, έω) 1. ανθίζω, λουλουδίζω, ανθώ («ἐξήνθησεν ἡ ἔρημος ὡσεὶ κρίνον, Κύριε», Μηναία) 2. εμφανίζω εξανθήματα 3. χημ. αναδίδω άλατα ή σκουριά πάνω στην επιφάνεια μου 4. (για χρώματα) ξεθωριάζω 5. (για κρασί) ξεθυμαίνω αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 33θεοχαριτωμένος — η, ο (Μ θεοχαριτωμένος, η, ον) 1. (για τη θεοτόκο) αυτός που αναδίδει θεία χάρη («κρίνον θεοχαριτωμένον») 2. το θηλ. ως ουσ. η θεοχαριτωμένη η θεοτόκος …

    Dictionary of Greek

  • 34κρίνος — Κοινή ονομασία φυτών του γένους Lilium της οικογένειας των λιλιιδών ή λειριιδών (μονοκoτυλήδονα). Πρόκειται για βολβόρριζες πόες, οι βολβοί των οποίων χαρακτηρίζονται από την ανοιχτή κατασκευή τους. Από τον βολβό φύεται ένας μοναδικός ασχιδής… …

    Dictionary of Greek

  • 35κρίνω — (AM κρίνω, Μ και κρινίσκω) 1. νομίζω, θεωρώ, φρονώ (α. «έκρινε ότι δεν έχουμε δίκιο» β. «κρίνω σε νικᾱν», Αισχύλ.) 2. σχηματίζω γνώμη (α. «μην κρίνεις τους ανθρώπους από την εμφάνιση» β. «εξ ιδίων κρίνει τα αλλότρια» γ. «ἄκουσον και κρῑνον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 36κρινάνθεμον — κρινάνθεμον, τὸ (Α) 1. το φυτό ευαείζωον το επίστεγον που φυτρώνει στις στέγες τών σπιτιών 2. το φυτό ημεροκαλλές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + ἄνθεμον] …

    Dictionary of Greek

  • 37κρινοστέφανος — κρινοστέφανος, ον (Α) στεφανωμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + στέφανος (πρβλ. ελικο στέφανος, κισσο στέφανος)] …

    Dictionary of Greek

  • 38κρινοτριανταφυλλόμνοστος — κρινοτριανταφυλλόμνοστος, η, ον (Μ) αυτός που είναι ωραίος σαν τον κρίνο και το τριαντάφυλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + τριαντάφυλλον + ἔμνοστος «ελκυστικός» (< εὔνοστος «νόστιμος»)] …

    Dictionary of Greek

  • 39κρινωνιά — η (Α κρινωνιά) κρινώνας αρχ. κρίνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον (τὸ), κατά το ροδωνιά*] …

    Dictionary of Greek

  • 40κρινωτός — κρινωτός, ή, όν (Α) ο στολισμένος με κρίνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα ωτός (πρβλ. ακτιν ωτός, κλιμακ ωτός)] …

    Dictionary of Greek