κράτιστος
1κράτιστος — strongest masc nom sg …
2κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… …
3κρατίστω — κράτιστος strongest masc/neut nom/voc/acc dual κράτιστος strongest masc/neut gen sg (doric aeolic) …
4κρατίστων — κράτιστος strongest fem gen pl κράτιστος strongest masc/neut gen pl …
5κρατίστως — κράτιστος strongest adverbial κράτιστος strongest masc acc pl (doric) …
6κράτιστον — κράτιστος strongest masc acc sg κράτιστος strongest neut nom/voc/acc sg …
7κρατίσταις — κράτιστος strongest fem dat pl …
8κρατίστη — κράτιστος strongest fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9κρατίστην — κράτιστος strongest fem acc sg (attic epic ionic) …
10κρατίστης — κράτιστος strongest fem gen sg (attic epic ionic) …