κράτιστος

  • 31θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία …

    Dictionary of Greek

  • 32κάρτιστος — κάρτιστος, ίστη, ον (Α) κράτιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός τού τ. κάρτων*] …

    Dictionary of Greek

  • 33κρατιστ(ε)ία — κρατιστ(ε)ία, ἡ (Α) υπεροχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρατιστία < κράτιστος, ενώ ο τ. κρατιστεία < κρατιστεύω] …

    Dictionary of Greek

  • 34κρατιστίνδην — (Α) επίρρ. με εκλογή τού καλύτερου, τού ανώτερου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτιστος + κατάλ. ίνδην (πρβλ. αριστ ίνδην, πλουτ ίνδην)] …

    Dictionary of Greek

  • 35κρατιστεύω — (Α) [κράτιστος] 1. είμαι έξοχος, εξέχω, υπερέχω, είμαι ανώτερος (α. «λόγος κρατιστεύων», Πίνδ. β. «τῷ σώματι καὶ τῆ ψυχῆ κρατιστεύοντας», Ξεν.) 2. υπερτερώ, νικώ κάποιον («ἐν οἷς ἐκεῑνος τῶν ἡλικιωτῶν ἐκρατίστευε», Iσοκρ.) 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ …

    Dictionary of Greek

  • 36κρείσσων — και κρείττων, ον (AM, Α ιων. τ. κρέσσων, ον, δωρ. τ. κάρρων, ον, κρητ. τ κάρτων, ον) 1. καλύτερος, ανώτερος ως προς τη θέση, την αξία κ.λπ. («νεῑκος δὲ κρεσσόνων ἀποθέσθ ἄπορον», Πίνδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κρείσσονα ή κρείττονα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 37παγκράτιστος — παγκράτιστος, η, ον (Μ) ο πανάριστος, ο εξαίρετος ή, κατ άλλους, ο πιο ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + κράτιστος] …

    Dictionary of Greek

  • 38πρέσβιστος — και κρητ. τ. πρείγιστος και πρήγιστος και πρίγιστος, ίστη, ον και τ. θηλ. πρεσβίστα και πρεσβίττα και ανωμ. τ. πρεσβίστατος, άτη, ον, Α (ποιητ. τ. υπερθ. τού πρέσβυς) 1. γηραιότατος, εντιμότατος (α. «πρέσβιστον ἄστρων, νυκτὸς ὀφθαλμός, πρέπει»,… …

    Dictionary of Greek

  • 39πρώιμος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών από το χωριό Λάκκοι της Κρήτης. Πολλά μέλη της διακρίθηκαν ως αρματωλοί στα χρόνια πριν από το 1821, άλλα ως οπλαρχηγοί στην Eπανάσταση του 1821, και άλλα στις κατοπινές κρητικές επαναστάσεις. * * * η, ο / πρώϊμος,… …

    Dictionary of Greek

  • 40τρισκράτιστος — ον, Μ πάρα πολύ ισχυρός, πανίσχυρος («καὶ κράτος τὸ τρισκράτιστον ἀπὸ παποτερόθεν», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ / τρι * + κράτιστος «ισχυρός»] …

    Dictionary of Greek