κράνα
1κράνα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ., 188 κάτ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, 58 χλμ. ΝΑ του Πύργου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλιφείρας. 2. Ορεινός οικισμός… …
2κράνα — κράνον cornum. neut nom/voc/acc pl κράνᾱ , κράνος helmet neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) κρά̱νᾱ , κρήνη well fem nom/voc/acc dual (doric) κρά̱νᾱ , κρήνη well fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3κράνᾳ — κρά̱νᾱͅ , κρήνη well fem dat sg (doric aeolic) …
4κρήνη — Κατασκευή που από τα παλαιότερα χρόνια χρησίμευε για τη λήψη, τη συγκέντρωση και τη φύλαξη του νερού, του στοιχείου αυτού, το οποίο, ως φορέας της ζωής και της διατήρησής της, κατέκτησε ιδιαίτερη θέση στη ζωή και στη σκέψη των ανθρώπων. Η κ.,… …
5λίνδος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 810 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, 56 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Αποτελεί έδρα του δήμου Λινδίων του νομού Δωδεκανήσου. Ιστορία. Ο σημερινός οικισμός βρίσκεται στη θέση της ομώνυμης… …
6CAPUT Lupinum — in LL. Edw. Confesloris, c. 7. Sirepertus fuerit et retineri possit, vivus Regi reddatur, vel caput eius, si se defenderit. Lupinum einim gerit caput. Et haec est lex communis et generalis de omnibus Utlagatu; gerere dicebatur omnis utlagatus, i …
7κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …
8κραναήπεδος — κραναήπεδος, ον (Α) αυτός που έχει έδαφος τραχύ και πετρώδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανα ός «πετρώδης» + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφαν ηφόρος) + πεδος (< πέδον), πρβλ. ακρή πεδος, επί πεδος] …
9λέκρανα — λέκρανα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) αγκώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλέκρανα (με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος) < * ὠλενό κρανα, με συλλαβική ανομοίωση < ὠλένη + κρανον (< * κρανον, πρβλ. κρανίον), πρβλ. βού κρανον] …
10υποϊάχω — Α εκβάλλω χαμηλό ήχο ή εκβάλλω ήχο ως απάντηση («ψυχρὸν δ ἀχραὲς κράνα ὑποϊάχει», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἰάχω «βγάζω κραυγή, φωνάζω»] …
- 1
- 2