κράββατον

  • 11ασκάντης — ἀσκάντης, ο (Α) 1. φτωχικό στρώμα, ψάθα 2. ξυλοκρέβατο για τη μεταφορά νεκρού ή φερέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογική επίδραση, πρβλ. τον παράλληλο τ. «σκάνθαν κράββατον» (Ησύχιος)] …

    Dictionary of Greek

  • 12σκάνθαν — Α (κατά τον Ησύχ.) «κράββατον» …

    Dictionary of Greek

  • 13χάλανδρον — Α (κατά τον Ησύχ.) «κράββατον». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χαλάδριον, με έρρινο ένθημα ν πριν από το επίθημα] …

    Dictionary of Greek