κρύψις
1κρύψις — κρύψις, ἡ (Α) [κρύπτω] 1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.) 2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη 3. (ρητ.) η απόκρυψη τού σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο 4.… …
2κρύψις — κρύψῑς , κρύψις hiding fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κρύψις hiding fem nom sg …
3κρύψεσι — κρύψις hiding fem dat pl …
4κρύψεσιν — κρύψις hiding fem dat pl …
5κρύψιας — κρύψις hiding fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …
6κρύψιν — κρύψις hiding fem acc sg …
7κρύψει — κρύπτω hide aor subj act 3rd sg (epic) κρύπτω hide fut ind mid 2nd sg κρύπτω hide fut ind act 3rd sg κρύψις hiding fem nom/voc/acc dual (attic epic) κρύψεϊ , κρύψις hiding fem dat sg (epic) κρύψις hiding fem dat sg (attic ionic) …
8κρύψεις — κρύπτω hide aor subj act 2nd sg (epic) κρύπτω hide fut ind act 2nd sg κρύψις hiding fem nom/voc pl (attic epic) κρύψις hiding fem nom/acc pl (attic) …
9κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …
10ԶԱՆԽԼԱՆՔ — (նաց.) NBH 1 0714 Chronological Sequence: Unknown date գ. λήθη, κρύψις occultatio, oblivio Ծածկութիւն. խուսափումն. մոռացօնք. *Յայտնի է զինքն սիրողաց զանխլանօք: Զանխլանօք ʼի բազմանուաճ խորհրդոց. Ճ. ՟Ա. եւ ՟Ը …
- 1
- 2