κρύβω

  • 91τσεπώνω — Ν [τσέπη] 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου 2. μτφ. αποκομίζω κέρδη με αθέμιτα, συνήθως, μέσα («οι μεσάζοντες τσέπωσαν και φέτος μεγάλα ποσά») …

    Dictionary of Greek

  • 92υπαμπέχω — Α 1. κρύβω κάτι κάτω από τα ρούχα μου 2. (γενικά) υποκρύπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀμπέχω «περιβάλλω, καλύπτω»] …

    Dictionary of Greek

  • 93υπαποκρύπτω — Α [ἀποκρύπτω] κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο …

    Dictionary of Greek

  • 94υποκευθής — ές, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὑποκεκρυμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κευθής (< κεῦθος < κεύθω «καλύπτω, κρύβω»), πρβλ. μεγαλο κευθής] …

    Dictionary of Greek

  • 95υποκρύπτω — ὑποκρύπτω ΝΑ νεοελλ. αποκρύπτω αρχ. 1. χώνω, κρύβω κάτι κάτω από κάτι άλλο, καλύπτω, σκεπάζω 2. μεσ. ὑποκρύπτομαι κρατώ κάτι μυστικό από κάποιον …

    Dictionary of Greek

  • 96υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… …

    Dictionary of Greek

  • 97υποσκεπώ — άω, Α σκεπάζω, κρύβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκεπῶ «καλύπτω, σκεπάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 98φλογοκρύπτης — ο, Ν στρ. εξάρτημα τών αυτόματων όπλων κατάλληλο για την απόκρυψη τής φλόγας που βγαίνει κατά τη βολή από το στόμιο τής κάννης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + κρύβω / κρύπτω] …

    Dictionary of Greek

  • 99χαντακώνω — Ν [χαντάκι] 1. ρίχνω κάποιον σε χαντάκι 2. συνεκδ. καταστρέφω («μέ χαντάκωσε με τις σπατάλες του») 3. μτφ. κρύβω καλά, καταχωνιάζω («πού χαντάκωσες το βιβλίο και δεν τό βρίσκω;») 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) χαντακωμένος, η, ο α) χωμένος σε χαντάκι… …

    Dictionary of Greek

  • 100χώνω — χῶ, όω, ΝΑ, και διαλ. τ. χούνω Ν καλύπτω με χώμα, παραχώνω, θάβω (α. «τόν έχωσαν κάπου πρόχειρα για να μην τόν βρουν οι εχθροί» β. «ἀπόδος δάμαρτος νέκυν, ὅπως χώσω τάφω», Ευρ.) νεοελλ. 1. μπήγω κάτι στο έδαφος 2. κρύβω κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή… …

    Dictionary of Greek