κρύβω
81περικρύπτω — και περικρύβω, Α 1. κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, εντελώς 2. μέσ. περικρύπτομαι κρύβομαι από κάποιον …
82πνίγω — ΝΜΑ 1. θανατώνω εμποδίζοντας την αναπνοή, με βύθιση στο νερό ή στραγγαλισμό ή εισπνοή δηλητηριωδών αερίων 2. (σχετικά με άγρια βότανα ή θάμνους) περιτυλίγομαι γύρω από ένα φυτό σφίγγοντάς το, με αποτέλεσμα να μαραθεί (α. «τα αγριάγκαθα έπνιξαν… …
83προκρύπτω — Α κρύβω προηγουμένως …
84προσκατακρύπτω — Μ αποκρύπτω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατακρύπτω «κρύβω τελείως»] …
85πυκάζω — και δωρ. τ. πυκάσδω Α [πύκα] 1. (με σημ. τής προστασίας ή υπεράσπισης) σκεπάζω, κρύβω 2. περιβάλλω, ασφαλίζω («νῆα... πυκάσαι τι λίθοισι πάντοθεν», Ησίοδ.) 3. καλύπτω πυκνά, περικαλύπτω, επικαλύπτω (α. «πρίν... πυκάσαι... γένυς εὐανθέϊ λάχνῃ», Ομ …
86σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… …
87σκύτος — το / σκῡτος, ΝΑ δέρμα και κυρίως το κατεργασμένο δέρμα ζώου, βύρσα αρχ. 1. δερμάτινος ιμάντας, λουρί («ἀπεκτείνατε τοῡτον, ὅτι σκῡτος ἔχων ἐπόμπευε», Δημοσθ) 2. δερμάτινος φαλλός, σκηνικό εξάρτημα στην αττική κωμωδία 3. φρ. α) «σκύτη βλέπειν… …
88συγκατακρύπτω — Μ [κατακρύπτω] κρύβω μαζί …
89συγκρύπτω — Α [κρύπτω] 1. σκεπάζω κάτι εντελώς 2. κρύβω εντελώς, αποκρύπτω 3. συντελώ σε απόκρυψη …
90τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …