κρύβω
41καλύβωμα — και καλύμβωμα, τὸ (Μ) το να καλύπτει κάποιος κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καλύβω < καλύπτω), πρβλ. κρύβω, κρύπτω)] …
42κασκορσές — ο και κασκορσέ, το πλεκτό γυναικείο εσώρουχο, μάλλινο ή βαμβακερό, είδος φανέλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache corset (< cacher «κρύβω» + corset «στηθόδεσμος»] …
43κασκόλ — το μακρόστενο πλεκτό ή από ύφασμα περιλαίμιο που προφυλάσσει τον λαιμό από το κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache col από cacher «κρύβω» και col «λαιμός»] …
44κασπουάν — το άκλ. είδος βελονιάς, αλλ. κρυφοβελονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache point (από cacher «κρύβω» και point «βελόνα»] …
45κασσέξ — το άκλ. πολυτελές κάλυμμα που φοριέται σαν μικρή περισκελίδα από γυμνές χορεύτριες ή γυμνούς χορευτές, ακροβάτες και παλαιστές για κάλυψη τών απόκρυφων μερών τού σώματός τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache sex (< cacher «κρύβω» + sex «φύλο»] …
46καταβυσσώ — καταβυσσῶ, όω (Α) κρύβω στο βάθος («εἴδωλα καταβυσσούμενα ἐν τῷ ὀφθαλμῷ», Αλέξ. Αφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βυσσῶ (< βυσσός «βυθός»), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …
47κατακομίζω — (Α) 1. φέρνω κάτι από κάποιο ψηλό μέρος σε άλλο χαμηλότερο και ιδίως από το εσωτερικό μιας χώρας στην παραλία («ὕλην τε γὰρ καὶ φύει καὶ ποταμοῑς κατακομίζει», Στράβ.) 2. προσορμίζω, αράζω || («κατακομίσαι τὴν ναῡν», Δημοσθ.) 3. φέρνω κάτι σε… …
48κατακρύβδην — (Α) επίρρ. κρυφά, λαθραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα κρυβ τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β κατ ε κρύβ ην) + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. συλλήβ δην, φύρ δην)] …
49καταπεπυκασμένως — (Α) με πανούργο, με δόλιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεπυκασμένος (μτχ. παθ. παρακμ. τού καταπυκάζω «κρύβω μέσα μου»)] …
50καταπτήσσω — και καταπτώσσω (AM) 1. κάθομαι συνεσταλμένος, μαζεμένος από φόβο, ζαρώνω 2. δεν εμφανίζομαι από φόβο, δεν εκδηλώνομαι από δειλία 3. είμαι φοβισμένος από κατάπληξη, εκπλήττομαι 4. κρύβω τον εαυτό μου, μένω ζαρωμένος κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + …