κρύβω
31εναποκρύπτω — ἐναποκρύπτω (AM) κρύβω κάτι κάπου, αποκρύπτω μέσα σε κάτι …
32ενθάπτω — (AM ἐνθάπτω) θάβω, ενταφιάζω, χώνω στη γη μσν. μτφ. κρύβω μέσα σε κάτι («τὴν φλογερὰν τῶν ἀνθρώπων ἁμαρτίαν ἀναλαβών ἐνθάπτει Ἰορδάνου τοῑς νάμασι», Μηναία) …
33εξαφανίζω — (AM ἐξαφανίζω) [αφανίζω] 1. καταστρέφω τελείως, εξολοθρεύω («γένος ἐξηφάνισε», Ιώσ.) 2. κάνω κάτι άφαντο («εξαφάνισε το γράμμα») 3. (μεσ. και παθ.) εκλείπω νεοελλ. κρύβω («εξαφάνισε το πτώμα») …
34επειλύω — ἐπειλύω (AM) 1. κρύβω κάτι, σκεπάζω 2. μέσ. ἐπειλύομαι κρύβομαι, καλύπτω τον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ειλύω «περιτυλίσσω, σκεπάζω»] …
35επικεύθω — ἐπικεύθω (Α) (πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»] …
36επισκιάζω — (AM ἐπισκιάζω) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι («νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι αρχ. μσν. (για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῡ Ὑψίστου… …
37ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …
38ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… …
39καθυποκρύπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκρύπτω) κρατώ κάτι μυστικό, κρύβω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο κρύπτω) …
40καλιά — η (Α καλιά και ιων. τ. καλιή, ἡ) νεοελλ. καταφύγιο ή κατοικία ζεύγους νεονύμφων ή ερωτευμένων, φωλιά («ερωτική καλιά) αρχ. 1. ξύλινη κατοικία ή παράπηγμα πλεγμένο με κλαδιά, καλύβα 2. αποθήκη σιτηρών, σιτοβολώνας 3. ξύλινος σηκός ή σπήλαιο που… …