κρύβω

  • 21γωνιάζω — (AM γωνιάζω) [γωνία] δίνω σε ένα αντικείμενο μορφή γωνίας μσν. νεοελλ. κρύβω νεοελλ. 1. πελεκώ με τέτοιο τρόπο ώστε οι δύο πλευρές τού αντικειμένου να αποτελέσουν δίεδρη γωνία 2. δοκιμάζω με τη γωνιά (με το αλφάδι) …

    Dictionary of Greek

  • 22διορύσσω — (AM διορύσσω και διορύττω) [ορύσσω] σκάβω από τη μια άκρη ώς την άλλη, ανοίγω δίοδο αρχ. 1. υποσκάπτω, υπονομεύω 2. διερευνώ, εξετάζω, ανακαλύπτω 3. χώνω, θάβω στη γη, κρύβω …

    Dictionary of Greek

  • 23εγκαλύπτω — (AM ἐγκαλύπτω) 1. περιβάλλω, σκεπάζω 2. σκεπάζω το πρόσωπό μου από ντροπή 3. κρύβω τα αισθήματά μου 4. ντρέπομαι …

    Dictionary of Greek

  • 24εγκρύπτω — ἐγκρύπτω και ἐγκρύβω (Α) 1. κρύβω μέσα 2. κρατώ κάτι κρυμμένο …

    Dictionary of Greek

  • 25εγκυμονώ — ( έω) (AM ἐγκυμονῶ) κυοφορώ νεοελλ. «εγκυμονώ κινδύνους» (για κατάσταση, ενέργεια κ.λπ.) κρύβω κινδύνους (όχι φανερούς στους πολλούς) οι οποίοι θα ξεσπάσουν στην ώρα τους …

    Dictionary of Greek

  • 26εισκρύπτω — εἰσκρύπτω (Α) κρύβω μέσα …

    Dictionary of Greek

  • 27εισκυκλώ — εἰσκυκλῶ ( έω) (Α) 1. στρέφω προς τα μέσα 2. (στο θέατρο) στρέφω με μηχάνημα προς τα μέσα και κρύβω από τα μάτια τών θεατών 3. εισάγω 4. παθ. βυθίζομαι, καταδύομαι …

    Dictionary of Greek

  • 28εμπυκάζω — ἐμπυκάζω (Α) καλύπτω, κρύβω, αποκρύπτω …

    Dictionary of Greek

  • 29εμφωλεύω — (AM ἐμφωλεύω) μένω μέσα σε φωλιά, φωλιάζω, κρύβομαι, υπάρχω κάπου κρυμμένος αρχ. 1. ενεδρεύω, παραμονεύω 2. κρύβω, καλύπτω, αποκρύπτω, συγκαλύπτω …

    Dictionary of Greek

  • 30ενέχω — (AM ἐνέχω) [έχω] 1. μέσ. έχω ενοχή σε κάτι, είμαι ένοχος, είμαι μπλεγμένος σε κολάσιμη πράξη («ενέχεται σε φόνο») 2. είμαι υπεύθυνος, συμμετέχω στην ευθύνη νεοελλ. εμπεριέχω, κρύβω μέσα μου («το γεγονός ενέχει κινδύνους») αρχ. 1. (με δοτ. προσ.… …

    Dictionary of Greek