κρύβω
101αποκρύβω — υψα, ύφτηκα, κρυμμένος, κρατώ κάτι μυστικό, δε φανερώνω, κρύβω: Οι μάρτυρες δε θέλησαν να αποκρύψουν την αλήθεια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
102αποσιωπώ — ησα, ήθηκα, αποφεύγω να πω κάτι, κρύβω κάτι με τη σιωπή μου: Στο ημερολόγιό του αποσιωπά τη δράση του στη διάρκεια της εχθρικής κατοχής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
103αφανίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. εξαφανίζω, κρύβω: Αφανίστηκε από το πρόσωπο της Γης. 2. φθείρω, καταστρέφω: Αυτή τη χρονιά μάς αφάνισαν οι αρρώστιες. 3. εξουθενώνω, εκμηδενίζω: Τους αφάνισαν στο ξύλο. Ουσ. αφάνιση, η και αφανισμός, ο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
104εγκυμονώ — εγκυμόνησα, μτβ. και αμτβ. 1. είμαι έγκυος, κυοφορώ. 2. μτφ., κρύβω μέσα μου, προετοιμάζω κάποιο κακό: Η κατάσταση εγκυμονεί πολλούς κινδύνους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
105θάβω — ή θάφτω έθαψα, θάφτηκα, θαμμένος 1. ενταφιάζω, κηδεύω: Πήραν άδεια να θάψουν το νεκρό. 2. κρύβω στο χώμα: Έθαψαν το θησαυρό σ ένα μέρος κρυφό. 3. καταπλακώνω, σκεπάζω: Τρεις εργάτες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια της οικοδομής. 4. προκαλώ μεγάλη… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
106καταχωνιάζω — ιασα, ιάστηκα, καταχωνιασμένος, η, ο 1. καταπίνω κάτι σαν με χωνί, καταβροχθίζω: Καταχώνιασε έναν περίδρομο κρέας. 2. χώνω βαθιά στο χώμα, κρύβω, εξαφανίζω: Έχει καταχωνιασμένες λίρες από τους Εβραίους …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107κρύψιμο — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρύβω, η απόκρυψη, η αποσιώπηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108τρυπώνω — τρύπωσα, τρυπώθηκα, τρυπωμένος 1. μτβ., κρύβω κάτι, το χώνω κάπου για απόκρυψη, το καταχωνιάζω: Πού το τρύπωσε και δεν το βρίσκω; 2. ράβω κάτι πρόχειρα με αραιές βελονιές, βελονιάζω: Να σου τρυπώσω λίγο το σακάκι; 3. αμτβ., μπαίνω σε τρύπα,… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
109τσεπώνω — τσέπωσα, τσεπώθηκα, τσεπωμένος 1. βάζω ή κρύβω κάτι στην τσέπη μου: Τσέπωσε αυτό που βρήκε στο δρόμο. 2. αποκομίζω κέρδος και μάλιστα αθέμιτο: Τσέπωσε πολλά λεφτά από το λαθρεμπόριο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
110υποκρίνομαι — υποκρίθηκα 1. μτβ. (ως ηθοποιός), παρασταίνω πρόσωπο στη θεατρική σκηνή, υποδύομαι, παίζω το ρόλο κάποιου προσώπου: Υποκρίνεται την Ιουλιέτα στην τραγωδία του Σαίκσπηρ. 2. προσποιούμαι, παίρνω ξένο ύφος, καμώνομαι: Υποκρίνεται το σπουδαίο. 3.… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)