-
1 κρυφά
[крифа] εκίρ. тайно, тайком.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κρυφά
-
2 совать
сую, сушь, προστκ. суй ρ.δ.μ.1. χώνα, βάζω μέσα•совать руки в карманы βάζω τα χέρια στις τσέπες•
совать вещи в чемодан βάζω τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. δίνω (προσφέρω) κρυφά•совать взятку δίνω κρυφά δωροδόκημα.
3. ωθώ, σπρώχνω.4. χτυπώ κρυφά•совать в бок кулаком δίνω κρυφά γροθιά στο πλευρό.
εκφρ.совать голову в петлю – βάζω το κεφάλι στο ντροβά (ριψοκινδυνεύω)•совать под нос кому – χώνω στη μύτη κάποιου (προσφέρω αγροίκως).1. χώνομαι•он -лся в кусты αυτός χώθηκε (κρύφτηκε) στους θάμνους.
2. μτφ. αναμειγνύομαι•он во всё сутся αυτός παντού χώνεται.
|| ενοχλώ, γίνομαι κουνούπι, τσιμπούρι.3. πηγαινοέρχομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε, δώθε-κείθε. -
3 исподтишка
επίρ.κρυφά, απαρατήρητα, λάθρα, λαθραία• κλξΓφτικα•действовать исподтишка ενεργώ (δρω) κρυφά•
наблюдать• исподтишка κρυφοβλέπω•
сме-иться исподтишка κρυφογελώ•
вредить кому-л. исподтишка βλάπτω κάποιον κρυφά.
-
4 выследить
выследить, выслеживать πα ρακολουθώ κρυφά, περνώ κατα πόδι, παραφυλάω* * *= выслеживатьπαρακολουθώ κρυφά, περνώ καταπόδι, παραφυλάω -
5 тайком
-
6 исподтишка
исподтишканареч στά κρυφά, στά ὕπουλα, ἀπαρατήρητα:действовать \исподтишка ἐνεργώ στά ὕπουλα, ἐνεργώ στά κρυφά· смеяться \исподтишка κρυφογελώ. -
7 тайком
тайкомнареч κρυφά, μυστικά, λαθραία:приходить \тайком Ερχομαι κρυφά· пробираться \тайком εἰσδύω λαθραία Τ -
8 вкрасться
-адусь, -адешься, παρλθ. χρ. вкрался, -лась, -лось, ρ.σ.εισέρχομαι, μπαίνω κρυφά, λαθραία, κλέφτικα•вор -лся в дом ο κλέφτης μπήκε κρυφά στο σπίτι.
|| μτφ. εμφιλοχωρώ, παρεισφρέω, υπεισέρχομαι, περνώ απαρατήρητα•в статью -лись опечатки στο άρθρο πέρασαν απαρατήρητα τυπογραφικά λάθη.
εκφρ.вкрасться в доверие ή в милость – αποχτώ την εμπιστοσύνη με κολακεία, πονηριά. -
9 выкрасть
-аду, -адешь, παρλθ. χρ. выкрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выкраденный, βρ: -ден, -а, -оρ.σ,μ. κλέβω επιτήδεια, υποκλέπτω.φεύγω κρυφά, υπεκφεύγω, το σκάζω κρυφά. -
10 красть
краду, крадёшь, παρλθ. χρ. крал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. кравший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. краденный, βρ: -ден, -а, -о,επιρ. μτχ. крадяρ.δ. μ. κ. αμ. κλέβω.εισχωρώ κρυφά, τρυπώνω, προχωρώ κρυφά, προσεχτικά. || κλέβω. -
11 подбросить
ρ.σ.μ.1. ρίχνω προς τα πάνω, α-ναρρίπτω•подбросить мяч πετώ το τόπι προς τα πάνω.
|| (συνήθως απρόσ.) ανατινάσσω, τραντάζω, αναπηδώ. || ρίχνω κάτω από•подбросить окурок под диван πετώ το αποτσίγαρο κάτω από το ντιβάνι.
2. απότομα σηκώνω, ανυψώνω• ανατινάσσω,3. επιρρίπτω, βάζω επιπλέον. || (για χαρτπ.) δίνω, ρίχνω, πασσάρω (χαρτί)•подбросить валета ρίχνω βαλέ.
|| στέλλω•подбросить свежие силы ρίχνω νέες δυνάμεις..
4. βάζω, ρίχνω κρυφά•подбросить документы ρίχνω κρυφά έγγραφα.
|| αφήνω έκθετο, εκθέτω•подбросить младенца εκθέτω βρέφος.
5. μεταφέρω, πηγαίνω ως•-рось его до станции μετάφερε τον ως το σταθμό.
-
12 подкидной
επ.1. της ρίψης, για ρίψη.2. ρι-χνόμενος κρυφά•-ые письма γράμματα ριχνόμένα κρυφά.
|| αναρριχνόμενος.3. ουσ. είδος χαρτοπαίγνιου.εκφρ.подкидной дурак ή -ые дураки – είδος χαρτοπαίγνιου. -
13 подметнуть
ρ.σ.μ. ρίχνω κρυφά•подметнуть письмо ρίχνω κρυφά γράμμα.
-
14 угол
угла, προθτ. об угле, в углу κ. (μαθ.) в угле α.1. η γωνία•угол дома γωνία του σπ,ι-τιού•
угол стола γωνία του τραπεζιού•
угол улицы η στροφή της οδού•
стоять на -у στέκομαι στη γωνία.
|| στενό μέρος δισμονής, μέρος δωματίου, γωνιά. || διαμονή, κατοικία•угол иметь свой угол ή собственный угол έχω τη γωνιά μου, το σπιτάκι μου.
2. μέρος απόκεντρο. || τμήμα, περιοχή (χώρας, πόλης κ.τ.τ.).3. (απλ. κ. παλ.) τραπεζογραμμάτιο, ή αξία 25 ρουβλιών.4. (μαθ.) γωνία•прямой угол ορθή γωνία•
угол тупой угол αμβλεία γωνία•
острый угол οξεία γωνία•
двухгранный угол δίεδρη γωνία•
угол падения γωνία πτώσης•
угол отражения γωνία αντανάκλασης•
угол прицела γωνία σκόπευσης•
угол зрения γωνία όρασης.
εκφρ.из-за - – ά ενεδρεύοντας, από ενέδρα, παραφυλάγοντας, ύπουλα, κρυφά•под -ом – υπο γωνία•красный ή передний угол – παλ. γωνία ή κορυφή (θέση στο σπίτι όπου ήταν τα εικονίσματα ή το τραπέζι για τους φιλοξενούμενους)•прижать ή припереть в угол – στριμώχνω, φέρω σε δύσκολη θέση (στη συζήτηση, συνομιλία)- ставить в угол βάζω στη γωνία (για τιμωρία)•по -эм говорить ή ше-птэться – μιλώ σιγά, κρυφά στη γωνία, ψιθυρίζω•из -а в угол ходить ή шагать – κόβω βόλτες, σουλατσάρω. -
15 украдкой
επίρ.κρυφά• κλέφτικα•она украдкой от матери вышла на улицу αυτή κρυφά από τη μάνα βγήκε στο δρόμο•
взглянуть украдкой κρυφοκοιτάζω, κρυφοβλέπω.
-
16 шептать
шепчу, шепчешьρ.δ.1. ψιθυρίζω•шептать на ухо ψιθυρίζω στ αυτί.
|| μτφ. θροΐζω.2. διαδίδω κρυφά, μυστικά.1. μιλώ ψιθυριστά με κάποιον, σιγοκουβεντιάζω. || μτφ. θροίζω.2. κουτσομπολεύω στα κρυφά. -
17 шить
шить 1шью, шьшь, προστκ. шей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. шитый, βρ: шит-а, -оρ.δ.1. ράβω, ράπτω•шить на машине ράβω στη μηχανή•
иголькой ράβω με το βελόνι (ραφιδεύω).
2. μ. φτιάχνω•шить костюм ράβω κοστούμι•
шить обуви, ράβω παπούτσια.
3. κεντώ, διακοσμώ.εκφρ.шито да крыто – κ. шито-крыто κρυφά κι ανάκρυφα (τελείως κρυφά και μυστικά)•ни шьт ни порет – ούτε ναι, ούτε όχι• δεν το κόβει (αποφεύγει οριστική λύση, απόφαση).1. ράβομαι, ράπτομαι. || κεντιέμαι.2. έχω τη διάθεση ή τη δυνατότητα να ράψω.шить 2-я ουδ.το ράψιμο•шить одевды ράψιμο ενδύματος•
курсы кройки и -я μαθήματα κοπτικής και ραπτικής.
|| κέντημα•шить красивого узора κέντημα ωραίου διακοσμητικού ή σχεδίου•
золотое шить το χρυσοκέντημα.
|| αθρσ. τα κεντήματα. -
18 вкрадываться
вкрадыватьсянесов1. (входить тайком) μπαίνω κρυφά, τρυπώνω, μπαίνω μέσα λαθραία, παρεισδύω·2. (случайно попадать) ξεφεύγω, διαφεύγω τήν προσοχή -
19 втайне
втайненареч μυστικά, κρυφά, κρυ-φίως, λαθραία, λάθρα/ ἐνδόμυχα, μέσα μου (про себя):смеяться \втайне γελῶ μέσα μου, κρυφογελώ. -
20 втихомолку
втихомолкунареч разг ἀθόρυβα, σιγάσιγά, στά κρυφά, μυστικά.
См. также в других словарях:
κρύφα — (AM) επίρρ. χωρίς να τό γνωρίζει κάποιος, κρυφά, μυστικά («οἱ δέ ὑπέσχοντο μὲν κρύφα τῶν Ἀθηναίων καὶ ἔμελλον», Θουκ.) αρχ. 1. μυστικά 2. σκοτεινά, συγκαλυμμένα, ασαφώς («οὐδὲ κρύφα καὶ δι αἰνιγμάτων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρυφ τού κρύπτω… … Dictionary of Greek
κρυφᾶ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφᾷ — indeclform (adverb) κρυφῇ secretly doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρύφα — without the knowledge of indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρυφά — (I) (Μ κρυφά) βλ. κρυφός. (II) κρυφᾷ (Α) επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. κρυφή … Dictionary of Greek
κρυφός — και κουρφός, ή, ό (Μ κρυφός, ή, όν) 1. κρυμμένος, αφανής στους άλλους, μυστικός (α. «κρυφό σχολειό» β. «κρυφή είσοδος») 2. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκδηλώνεται, που δεν εκφράζεται, κρύφιος, μύχιος («κρυφή αγάπη») 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
κλέβω — και κλέφτω και κλέπτω (AM κλέπτω, Μ και κλέπτω και κλέβ[γ]ω και κλέφτω) 1. παίρνω κάτι που δεν μού ανήκει, αφαιρώ από κάποιον κάτι κρυφά ή με απάτη, σφετερίζομαι, καταχρώμαι, ιδιοποιούμαι, υπεξαιρώ (α. «τής έκλεψαν τα λεφτά από την τσάντα» β.… … Dictionary of Greek
αλά — Ομοιωματικό μόριο, κυρίως της καθομιλουμένης, που συντάσσεται με κύρια ονόματα (συνήθως εθνικά), σε επιρρηματικές φράσεις. Προέρχεται από το γαλλικό à la ή το ιταλικό alla και δηλώνει μίμηση, ομοιότητα ή παρεμφερή ιδιότητα. Π.χ. έστριψε αλά… … Dictionary of Greek
εξυφάπτω — ἐξυφάπτω (AM) ανάβω κρυφά, βάζω φωτιά κρυφά … Dictionary of Greek
επιβουλεύω — και επιβουλεύομαι (AM ἐπιβουλεύω) μηχανεύομαι, σχεδιάζω κάτι κρυφά για να βλάψω κάποιον («επιβουλεύεται τη ζωή μου») αρχ. 1. μηχανορραφώ εναντίον κάποιου 2. ετοιμάζω κάτι κρυφά 3. είμαι επιβλαβής 4. θέτω κάτι ως σκοπό μου, αποβλέπω σε κάτι.… … Dictionary of Greek
καθυποκλέπτω — (Μ) (επιτατ. τού υποκλέπτω) 1. κλέβω κάτι κρυφά 2. κάνω κάτι κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπό κλέπτω] … Dictionary of Greek