κροτητός
1κροτητός — κροτητός, ή, όν (Α) [κροτώ] 1. αυτός που όταν χτυπηθεί βγάζει ήχο («κτύπῳ δ ἐπιρροθεῑ κροτητὸν ἀμὸν και πανάθλιον κάρα», Αισχύλ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κροτητά α) είδη γλυκισμάτων β) τμήμα εδάφους που έχει πατηθεί πολύ 3. φρ. α) «κροτητὰ… …
2κροτητά — κροτητός stricken neut nom/voc/acc pl κροτητά̱ , κροτητός stricken fem nom/voc/acc dual κροτητά̱ , κροτητός stricken fem nom/voc sg (doric aeolic) …
3κροτητῶν — κροτητός stricken fem gen pl κροτητός stricken masc/neut gen pl …
4κροτητόν — κροτητός stricken masc acc sg κροτητός stricken neut nom/voc/acc sg …
5κροτητοῖς — κροτητός stricken masc/neut dat pl …
6θεοκρότητος — θεοκρότητος, ον (Μ) ο συγκροτημένος από τον θεό («ομήγυρις θεοκρότητος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κρότητος (< κροτώ με τη σημασία «σφυρηλατώ, συγκροτώ»), πρβλ. α συγ κρότητος, ευ κρότητος] …
7χρυσιοκρότητος — ον, Μ χρυσήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + κρότητος (< κροτητός < κροτῶ «χτυπώ»), πρβλ. εὐ κρότητος] …
8πολυκρότητος — ον, Α αυτός που τόν χτυπούν πολύ δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κροτητός (< κροτῶ), πρβλ. ευ κρότητος] …
9σιδηροκρότητος — ον, Μ αυτός που σφυρηλατείται με σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κροτητός (< κροτῶ), πρβλ. πολυ κρότητος] …
10ακρότητος — η, ο (Α ἀκρότητος ον) νεοελλ. αυτός που δεν αναδίδει ή δεν μπορεί να αναδώσει κρότο, ο αθόρυβος αρχ. 1. (για τη γη) αυτός που δεν χτυπήθηκε ή δεν πατήθηκε καλά για να γίνει σκληρός, ο μαλακός 2. αυτός που δεν αποδίδει αρμονικό ήχο όταν κρούεται,… …
- 1
- 2