κροταφίτης
1κροταφίτης — temporal masc nom sg …
2κροταφίτης — ο, θηλ. κροταφίτιδα (Α κροταφίτης, θηλ. κροταφῑτις, ίτιδος) φρ. «κροταφίτης μυς» μασητήριος μυς που εκφύεται από την κροταφική χώρα και καταφύεται με ισχυρό τένοντα στην κορωνοειδή απόφυση τής κάτω γνάθου αρχ. φρ. «κροταφίτιδες πληγαί» χτυπήματα… …
3κροταφιτῶν — κροταφίτης temporal masc gen pl …
4κροταφίταις — κροταφίτης temporal masc dat pl …
5κροταφίτην — κροταφίτης temporal masc acc sg (attic epic ionic) …
6κροταφίτου — κροταφίτης temporal masc gen sg …
7κροταφίτῃ — κροταφίτης temporal masc dat sg (attic epic ionic) …
8κροταφίτας — κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc acc pl κροταφίτᾱς , κροταφίτης temporal masc nom sg (epic doric aeolic) …
9λεπιδοειδής — ές (Α λεπιδοειδής, ές) [λεπίς] αυτός που μοιάζει με λεπίδα ή με λέπι νεοελλ. φρ. «λεπιδοειδές οστό» το τμήμα τού κροταφικού οστού που παρεμβάλλεται μεταξύ σφηνοειδούς, βρεγματικού και ινιακού οστού και από το οποίο εκφύεται ο κροταφίτης μυς …
10μασητήριος — α, ο [μασητήρας] 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη μάσηση 2. φρ. α) «μασητήριοι μύες» οι γραμμωτοί μύες τού προσώπου, κροταφίτης, μασητήρας, έσω και έξω πτερυγοειδής, με τους οποίους συντελείται η μάσηση β) «μασητήριο νεύρο» κλάδος τού… …