κροταφίζω
1κροταφίζω — (AM) [κρόταφος] χτυπώ κάποιον στους κροτάφους …
2ἐκροταφίσθη — κροταφίζω strike on the temples aor ind pass 3rd sg …
3κροταφιστής — κροταφιστής, ὁ (Α) [κροταφίζω] αυτός που χτυπάει στους κροτάφους …
1κροταφίζω — (AM) [κρόταφος] χτυπώ κάποιον στους κροτάφους …
2ἐκροταφίσθη — κροταφίζω strike on the temples aor ind pass 3rd sg …
3κροταφιστής — κροταφιστής, ὁ (Α) [κροταφίζω] αυτός που χτυπάει στους κροτάφους …