κροταλίζω
1κροταλίζω — και κροταλώ 1. κάνω κρότο με τη σύγκρουση κροτάλων. 2. κάνω κάτι να κροταλίσει: Κροταλίζω τη γλώσσα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κροταλίζω — use rattles pres subj act 1st sg κροταλίζω use rattles pres ind act 1st sg …
3κροταλίζω — βλ. πίν. 33 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …
4κροταλίζω — και κροταλώ και κροταλιώ και κουρταλώ (AM κροταλίζω, Μ και κρουταλίζω και κουρταλίζω) [κρόταλον] 1. παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα ή κάνω κάτι για να παραχθεί ήχος όμοιος με εκείνον τών κροτάλων («αἱ μέν τινες τῶν γυναικῶν κρόταλα ἔχουσαι… …
5κροταλίσῃ — κροταλίζω use rattles aor subj mid 2nd sg κροταλίζω use rattles aor subj act 3rd sg κροταλίζω use rattles fut ind mid 2nd sg …
6κροταλίζει — κροταλίζω use rattles pres ind mp 2nd sg κροταλίζω use rattles pres ind act 3rd sg …
7κροταλίζον — κροταλίζω use rattles pres part act masc voc sg κροταλίζω use rattles pres part act neut nom/voc/acc sg …
8κροταλίζουσι — κροταλίζω use rattles pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κροταλίζω use rattles pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
9κροταλίζουσιν — κροταλίζω use rattles pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κροταλίζω use rattles pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10κροταλίσαι — κροταλίζω use rattles aor inf act κροταλίσαῑ , κροταλίζω use rattles aor opt act 3rd sg …