κροταλίζω
41ληκώ — (I) ληκῶ (Α) βλ. ληκάω. (II) ληκῶ, έω, δωρ. τ. λακῶ (Α) κροταλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού λάσκω* (πρβλ. λέληκα, παρακμ. τού λάσκω)]. (III) ληκώ, οῡς, ἡ (Α) το ανδρικό μόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ώ (πρβλ. πειθ ώ)] …
42συγκροταλίζω — Μ χτυπώ δύο πράγματα το ένα με το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κροταλίζω «παράγω ήχο χτυπώντας τα κρόταλα, κρούω κάτι» (< κρόταλον)] …
43χρεμετίζω — ΝΑ (για άλογα) χλιμιντρίζω αρχ. μτφ. (για άνδρα) εκβάλλω ερωτική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρεμετίζω και οι υπόλοιποι συγγενείς τ. θα πρέπει να αναχθούν σε μια ΙΕ ρίζα *ghrem «ηχώ δυνατά, βροντώ, μουγκρίζω, είμαι οργισμένος» πιθ. προϊόν… …
44ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …
45πλαταγίζω — πλατάγισα, παράγω ήχο χτυπώντας δυο επίπεδα σώματα μεταξύ τους, κροτώ, κροταλίζω: Τα κύματα πλατάγιζαν στα πλευρά του πλοίου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46κροταλισάσης — κροταλισά̱σης , κροταλίζω use rattles aor part act fem gen sg (attic epic ionic) …
47ἀνεκροταλίσαμεν — ἀνά κροταλίζω use rattles aor ind act 1st pl …
48ἀνεκροτάλιζε — ἀνά κροταλίζω use rattles imperf ind act 3rd sg …
49ἐπεκροτάλιζε — ἐπί κροταλίζω use rattles imperf ind act 3rd sg …