κροταλίζω
31ανακροταλίζω — ἀνακροταλίζω (Α) βλ. ἀνακροτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κροταλίζω] …
32κεμπράχο — το τοπική ονομασία δέντρων τής τροπικής Αμερικής και εμπορική ονομασία τής ξυλείας τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. quebracho, δ. τ. τού αμερικανοϊσπαν. quiebracha < quiebra «σπάει» (γ πρόσ. τού quebrar «σπάζω» < λατ …
33κογχαλίζω — (Α) (για τα κοχύλια) μουρμουρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόγχη, κατά το κροταλίζω] …
34κουρταλίζω — (Μ) βλ. κροταλίζω …
35κουρταλώ — άω βλ. κροταλίζω …
36κροτάλισμα — και κροτάλιασμα και κουρτάλισμα και κουρτάλημα, το (AM κροτάλισμα) [κροταλίζω] 1. ήχος κροτάλου ή άλλος παρόμοιος ήχος 2. χειροκρότημα, επικρότηση νεοελλ. ανακίνηση, ανακάτεμα …
37κροταλισμός — ο (Α κροταλισμός) [κροταλίζω] κροτάλισμα* …
38κροταλιστής — ο, θηλ. κροταλίστρια (Α κροταλιστής, θηλ. κροταλίστρια και κροταλιστρίς) [κροταλίζω] αυτός που παίζει τα κρόταλα …
39κροταλιώ — και κροταλώ βλ. κροταλίζω …
40κροταλώ — άω βλ. κροταλίζω …