κροκίζω
1κροκίζω — (Α) [κρόκος] μοιάζω με το φυτό κρόκος («και ὀσμὴν κροκίζουσαν ἀναδίδωσιν», Πλούτ.) …
2κροκίζει — κροκίζω to be like saffron pres ind mp 2nd sg κροκίζω to be like saffron pres ind act 3rd sg …
3κροκίζον — κροκίζω to be like saffron pres part act masc voc sg κροκίζω to be like saffron pres part act neut nom/voc/acc sg …
4κροκίζοντα — κροκίζω to be like saffron pres part act neut nom/voc/acc pl κροκίζω to be like saffron pres part act masc acc sg …
5κροκίζουσαν — κροκίζω to be like saffron pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …
6κροκίζων — κροκίζω to be like saffron pres part act masc nom sg …
7κεκροκισμένας — κεκροκισμένᾱς , κροκίζω to be like saffron perf part mp fem acc pl κεκροκισμένᾱς , κροκίζω to be like saffron perf part mp fem gen sg (doric aeolic) …
8κροκισμός — κροκισμός, ὁ (Α) 1. το να υφαίνει κάποιος 2. ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «ύφασμα», μέσω ενός αμάρτυρου *κροκίζω] …
9κρόκος — (Βοτ.). Βολβόρριζη πόα της οικογένειας των ιριδιδών (μονοκοτυλήδονα), η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι Crocus sativus. Έχει κονδυλώδη βολβό, από τον οποίο εκφύονται 6 10 στενά, επιμήκη, πράσινα φύλλα, συγχρόνως με τα άνθη. Τα άνθη, 1 2… …
10παρακροκίζω — Α έχω περίπου το χρώμα ή τη μυρωδιά τού κρόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κροκίζω «είμαι όμοιος με κρόκο»] …