κροκό-πεπλος

  • 1κυανόπεπλος — κυανόπεπλος, ον (Α) (για τη Δήμητρα ή για τη Λητώ) αυτή που φορά μαύρο πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέπλος (πρβλ. κροκό πεπλος, ροδό πεπλος)] …

    Dictionary of Greek

  • 2μελάμπεπλος — μελάμπεπλος, ον (Α) 1. (ως επίθ. τού Θανάτου και τής Νύκτας) αυτός που φορά μαύρο πέπλο, μαυροντυμένος 2. μαύρος («μελάμπεπλος στολή», Ευρ.) 3. (για φαράγγι, λάκκο, κοιλάδα) σκοτεινός, ζοφερός 4. (κατά τον Ησύχ.) «μελάμπεπλος πενθήρης». [ΕΤΥΜΟΛ.… …

    Dictionary of Greek