κροκόττας

  • 1κροκόττας — και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α) άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο …

    Dictionary of Greek

  • 2κοροκότ(τ)ας — κοροκότ(τ)ας, α, ὁ (Α) βλ. κροκόττας …

    Dictionary of Greek

  • 3κυνόλυκος — κυνόλυκος, ὁ (Α) ο κροκόττας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + λύκος] …

    Dictionary of Greek

  • 4ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… …

    Dictionary of Greek