κριτική

  • 61κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… …

    Dictionary of Greek

  • 62μασόρα — η 1. η κριτική εργασία πάνω στο εβραϊκό πρωτότυπο κείμενο τής Παλαιάς Διαθήκης που ανέλαβαν και περάτωσαν μέχρι τον 9ο μ.Χ. αιώνα οι μασορίτες και που αναφέρεται στην αρίθμηση τών στίχων, τών λέξεων και τών γραμμάτων, στον φωνηεντισμό τού… …

    Dictionary of Greek

  • 63μεταφυσική — Φιλοσοφικός κλάδος, ο οποίος ασχολείται με υπεραισθητικές πραγματικότητες, προσεγγίζοντας τον υλικό κόσμο μέσα από το πρίσμα του πνεύματος. Η προέλευση του όρου μ. είναι περίεργη, γιατί προέρχεται από την τοποθέτηση των έργων του Αριστοτέλη που… …

    Dictionary of Greek

  • 64μουσικοκριτικός — ή, ο (θηλ. και ος μόνο ως ουσ.) 1. αυτός που αναφέρεται στην κριτική μουσικών έργων 2. (το αρχ. και θηλ. ως ουσ.) ο, η μουσικοκριτικός κριτικός που ασχολείται με τις εκτελέσεις μουσικών έργων 3. το θηλ. ως ουσ. η μουσικοκριτική η κριτική μουσικών …

    Dictionary of Greek

  • 65νατουραλισμός — Λογοτεχνικό κίνημα με πανευρωπαϊκή και παγκόσμια απήχηση, που ξεκίνησε από τη Γαλλία, όπου είχε και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του. Χρονολογικά συμπίπτει (στη Γαλλία) με την πρώτη εικοσαετία της Τρίτης Δημοκρατίας, που εγκαθιδρύθηκε το 1871 …

    Dictionary of Greek

  • 66νοησιαρχία — (intellectualismus). Με τον όρο αυτόν υποδηλώνονται όλες οι φιλοσοφικές αντιλήψεις που θέτουν τη νόηση ως αυτοτελές κριτήριο, κύριο ή και μοναδικό, της αλήθειας. Είτε πρόκειται για την αυτοδυναμία της νόησης, που συλλαμβάνει την αλήθεια των… …

    Dictionary of Greek

  • 67ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …

    Dictionary of Greek

  • 68ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… …

    Dictionary of Greek

  • 69ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… …

    Dictionary of Greek

  • 70τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …

    Dictionary of Greek